λιμοποιός

λιμοποιός
λῑμο-ποιός, όν,
A causing hunger, Erot. s.v. λεβηρίδος; Ζεύς Oenom. ap. Eus.PE6.7.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λιμοποιός — λιμοποιός, όν (Α) αυτός που προξενεί λιμό, που στέλνει πείνα («λιμοποιὸς Ζεύς», Ευσέβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + ποιός (< ποιῶ)] …   Dictionary of Greek

  • λιμοποιοῦ — λιμοποιός causing hunger masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμοποιέ — λιμοποιός causing hunger masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • λιμουργός — λιμουργός, όν (Α) λιμοποιός, αυτός που προκαλεί λιμό, που στέλνει πείνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + ουργός (< ἔργον), πρβλ. δημι ουργός, ξυλ ουργός] …   Dictionary of Greek

  • λιμός — ο (AM λιμός, ὁ, Α και λιμός, ή) μεγάλη και παρατεταμένη έλλειψη ειδών διατροφής που παρουσιάζει ευρεία γεωγραφική εξάπλωση και προκαλεί αύξηση τής θνησιμότητας λόγω πείνας («λιμῷ δ οἴκτιστον θανέειν», Ομ. Οδ.) || (μσν. αρχ.) πειναλέος άνθρωπος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”